- εξινιάζω
- ἐξινιάζω (Α)βγάζω, αφαιρώ τις ίνες («ἐγκεφάλους ὀρνίθων τε καὶ χοίρων ἐφθοὺς σφόδρα ἐξινιασθέντας», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ινιάζω (< ις, ινός, «ίνα»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξινιασθέντας — ἐξινιάζω take out the fibres from aor part pass masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξινιάσαντες — ἐξινιάζω take out the fibres from aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξινιάσας — ἐξινιά̱σᾱς , ἐξινιάζω take out the fibres from fut part act fem acc pl (doric) ἐξινιά̱σᾱς , ἐξινιάζω take out the fibres from fut part act fem gen sg (doric) ἐξινιάσᾱς , ἐξινιάζω take out the fibres from aor part act masc nom/voc sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξινίζω — ἐξινίζω (Α) εξινιάζω … Dictionary of Greek
εξινώ — ἐξινῶ, όω (Α) εξινιάζω … Dictionary of Greek